- παπυρών
- πᾰπῡρ-ών, ῶνος, ὁ,A papyrus-bed, IG14.1047.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παπυρών — και παπυρεών, ῶνος, ό, Α τόπος κατάφυτος από το φυτό πάπυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + κατάλ. (ε)ών (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
παπύρων — παπύ̱ρων , πάπυρος papyrus masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπυρῶνα — παπυρών papyrus bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek
HYPSURANIUS — Tyri conditor, iuxta Sanchuniathonem, apud Euseb. Praep. Euang. l. 1. ubi eum tradit οἰκῆσαι Τύρον, καλύβας τε ἐπινοῆσαι ἀπὸ καλάμων καὶ θρύων καὶ παπύρων, habitasse Tyri, et fabricasse casas ex calamis, iuncis et papyris. A quo Sacerdotes Tyrii… … Hofmann J. Lexicon universale
διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων … Dictionary of Greek
καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
ολοφάκελον — ὁλοφάκελον, τὸ (Α) (για στελέχη παπύρων) πλήρης δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φάκελος «δέσμη, δεσμίδα»] … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
παπυρεών — ῶνος, ό, Α βλ. παπυρών … Dictionary of Greek